- φαλαίκειον
- φαλαίκειονused by the poet Phalaecusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλαίκειον — τὸ, Α [Φάλαικος] (ενν. μέτρον) μέτρο που χρησιμοποιήθηκε από τον ποιητή Φάλαικο … Dictionary of Greek